- αβέρτα
- επίρρ.1) открыто, откровенно;
του τα είπα αβέρτα — я ему всё сказал в лицо;
2) широко, безрассудно, необдуманно (тратить);αυτός ξοδεύει αβέρτα — он тратит (деньги) не думая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
του τα είπα αβέρτα — я ему всё сказал в лицо;
αυτός ξοδεύει αβέρτα — он тратит (деньги) не думая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα … Dictionary of Greek
αβέρτος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), ανοιχτός, ανεμπόδιστος: Είχε το σπίτι του αβέρτο. – Μοιράζει υποσχέσεις αβέρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)